- δάφνιος
- δάφν-ιος, α, ον, f.l. for foreg., Hp.Morb.2.13; epith. of Artemis, Str.8.3.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δάφνιος — δάφνιος, α, ον (Α) 1. ο δάφνινος 2. το θηλ. ως ουσ. Δαφνία, η ονομασία τής Αρτέμιδος … Dictionary of Greek
δαφνίους — δάφνιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
δαφνίᾳ — δαφνίᾱͅ , δάφνιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)